λιμάνι

λιμάνι
το
-ιού
1. λιμένας, σκάλα, φυσική ή τεχνητή διαμόρφωση παραλίας ή όχθης ποταμιού ή λίμνης για να προστατεύονται τα πλοία από τις τρικυμίες και να φορτώνουν ή να ξεφορτώνουν.
2. μτφ., καταφύγιο, άσυλο: Βρήκε σ’ αυτή τη γυναίκα ένα λιμάνι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… …   Dictionary of Greek

  • Λιμάνι Μαρκοπούλου — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 7.131 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα της ανατολικής ακτής του νομού, 35 χλμ. ΝΑ της Αθήνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαρκοπούλου Μεσογαίας της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Μέχρι το 1953… …   Dictionary of Greek

  • Ζέας, λιμάνι — Λιμάνι του Πειραιά· παλαιότερα λεγόταν Πασαλιμάνι. Βλ. λ. Πειραιάς. Αεροφωτογραφία του λιμανιού της Ζέας στον Πειραιά (φωτ. ΑΠΕ) …   Dictionary of Greek

  • Λιμάνι Ιέρακος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 77 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στην ανατολική ακτή του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζάρακα …   Dictionary of Greek

  • Λιμάνι Λιτοχώρου — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 25 μ., 38 κάτ.) του νομού Πιερίας. Βρίσκεται στη νότια ακτή του νομού, 16 χλμ. ΝΑ της Κατερίνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λιτοχώρου …   Dictionary of Greek

  • Λιμάνι Χερσονήσου — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 2.981 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στη δυτική ακτή του κόλπου των Μαλίων. Αποτελεί έδρα του δήμου Χερσονήσου …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάνδρου, λιμάνι — Αρχαίο λιμάνι της Γεδρωσίας, βόρεια των εκβολών του Ινδού. Μερικοί πιστεύουν πως πρόκειται για το σύγχρονο Καράτσι. Ανασκαφές στην περιοχή του λιμανιού έφεραν στο φως λείψανα της ελληνιστικής περιόδου …   Dictionary of Greek

  • Άλων λιμάνι — Παλιά ονομασία του μυχού του Πειραιά, κοντά στις τοποθεσίες Αλαί, απ’ όπου προέρχεται και το όνομα Αλίπεδον και Αλμυρίς. Η άποψη όμως αυτή γύρω από τη θέση του λιμανιού αμφισβητείται, γιατί είναι γνωστό ότι o μυχός του Πειραιά λεγόταν από τους… …   Dictionary of Greek

  • Ιέρακα λιμάνι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 77 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζάρακα …   Dictionary of Greek

  • Καλό Λιμάνι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 33 κάτ.) της Μυτιλήνης. Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλλονής του νομού Λέσβου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”